Γεωγραφία
Αξιοθέατα
ΦΡΕ
Ο Φρες είναι κτισμένος στους πρόποδες των Λευκών Ορέων, σε υψόμετρο 220 μ. Βρίσκεται στο μέσο της διαδρομής Χανίων- Ρεθύμνου και απέχει από τα Χανιά, 25 χιλ. Είναι κατά βάση αγροτικό χωριό και παράγει λάδι, κρασί και κτηνοτροφικά προϊόντα. Έχει πολλές φυσικές ομορφιές και πλούσια ιστορία, αφού ήταν ένα από τα τέσσερα κεφαλοχώρια του Αποκόρωνα και έδρα δήμου, από το 1880. Με την αναμόρφωση των κοινοτήτων ξαναέγινε έδρα του Δήμου Φρε, όμως η πληθυσμιακή του κατάσταση, δεν του δίνει τη δυνατότητα για να επιβιώσει από ίδιους πόρους. Παρά τα σημερινά του προβλήματα διατηρεί την ομορφιά του και προτάθηκε για αναγνώριση, σαν τοπίο με ιδιαίτερο φυσικό κάλλος. Ο σημερινός επισκέπτης, μπορεί να ξεκουραστεί στη μαγευτική τοποθεσία του Λουτρού, που βρίσκεται πάνω στη παλιά εθνική οδό και έχει πηγή με γάργαρο νερό και αιωνόβια πλατάνια. Ο χώρος είναι άριστα διαμορφωμένος από το Δήμο και αρκετά ευρύχωρος για κάθε είδους κοινωνική εκδήλωση, αφού λειτουργεί ταβέρνα με πλούσια εδέσματα. Ανηφορίζοντας για το χωριό, ο επισκέπτης διασχίζει ένα τοπίο κατάφυτο με ελιές και αμπέλια κα φθάνει σε ένα παραδοσιακό οικισμό. Οι κάτοικοι του Φρε, είναι αρκετά δημιουργικοί και φημίζονται για τη φιλοξενία και την αγάπη που έχουν για το χωριό τους. Τα τελευταία 25 χρόνια, έχει ξεκινήσει μια μεγάλη προσπάθεια από την κοινότητα και τους συλλόγους αποδήμων Φρεδιανών Αθήνας και Χανίων, που έχει οδηγήσει σε μεγάλα έργα καλλωπισμού και πλούσιες πολιτιστικές εκδηλώσεις, στη διάρκεια του Δεκαπενταύγουστου. Στον Φρε, ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει τη μεγαλόπρεπη εκκλησία της Ευαγγελίστριας, που έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο, την πλούσια Πινακοθήκη που δώρισαν στο χωριό το ζεύγος Μάρκος και Αργυρώ Γιαννουλάκη, το πρόσφατα ανακαινισμένο αρχοντικό του Μανούσακα που στεγάζει το Μουσείο του Φρε, με κύρια εκθέματα τα γενεαλογικά δέντρα 95 οικογενειών του χωριού που καλύπτουν την περίοδο 1800-2000. Στο χώρο του ηρώου, που έχει την προμετωπίδα ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΧΡΕΟΣ, μπορεί να αποτίσει τον οφειλόμενο φόρο τιμής στους πεσόντες στους πολέμους Φρεδιανούς, και να μελετήσει το πρωτοποριακό άγαλμα του Κρητικού αγωνιστή, που φιλοτέχνησε ο Δημήτρης Καλαμάρας και δώρισε στο Φρε, ο Κων/νος Μπουρμπάκης. Στον ίδιο χώρο είναι τοποθετημένες οι προτομές των Κων/νου Διγενάκη οπλαρχηγού-συγγραφέα ,Σταύρου Κελαιδή οπλαρχηγού – δικηγόρου και του Κων/νου Λαγουμιτζάκη επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης, καθώς και τα ονόματα των αγωνιστών των Κρητικών επαναστάσεων και των εθελοντών των Βαλκανικών πολέμων 1912-13. Ακόμη μπορεί να δει πολλές παλιές και τοιχογραφημένες εκκλησίες, όπως της Παναγίας των δύο βράχων, στη θέση του Καπή ο λαγκός που θυμίζει Μετέωρα, την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στου Ρεγκούση, την Παναγία στα Σηφιανά και την Παναγία στου Κολοκύθη και τον Άγιο Ιωάννη στον Κούκο . Στο τέλος μπορεί να καθίσει και να απολαύσει τον καφέ του στην ευρύχωρη και όμορφη πλατεία, που βρίσκεται στο κέντρο του χωριού.
Η ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΦΡΕ
Όπως φαίνεται, η περιοχή είχε κατοικηθεί από πολύ παλιά. Τα ευρήματα, που είναι φτωχά και διάσπαρτα σε μια μεγάλη ακτίνα στην ανατολική και βόρεια πλευρά του χωριού, περιμένουν τους ειδικούς για να κάνουν τις αναγκαίες ανασκαφές και να δώσουν τις υπεύθυνες και τεκμηριωμένες απαντήσεις. Αν και το θέμα της ονομασίας δεν έχει επιλυθεί οριστικά, αφού το κείμενο που βρέθηκε στα Ενετικά αρχεία και δίνει την πολυπόθητη εξήγηση αποτελεί αντικείμενο αντιδικίας, εμείς καταφεύγομε σε αυτό ,αφού δεν έχομε άλλη επιλογή. Σύμφωνα λοιπόν με την αφήγηση του δόκτορα Τρουλινού, που καταγόταν από το γειτονικό χωριό Νίππος και έζησε εκεί στα μέσα του 16ου αιώνα, ο Φρες την εποχή των Βυζαντινών λεγόταν Φέγγη, λόγω θαυμάσιας θέσης που είχε. Γύρω στο 1550 οι Ενετοί ίδρυσαν στο χωριό μια σχολή, όπου δίδασκαν Φραγκοπαπάδες, οι λεγόμενοι Φρέρηδες, από τη Γαλλική λέξη FRERE, που σημαίνει αδελφός-μοναχός. Σιγά-σιγά, η Φέγγη έγινε το χωριό των Φρέρηδων και στο τέλος κατέληξε σε Φρες. Βέβαια αυτό, δεν έγινε από την μια μέρα στην άλλη. Μάλιστα κάποια εποχή, οι Ενετοί χρησιμοποιούσαν στις απογραφές τους το όνομα του μεγαλοϊδιοκτήτη της περιοχής και το χωριό λεγόταν POMOGNA JULIANI, δηλαδή φέουδο του Τζουλιάνη. Ο Καστροφύλακας το 1583 ενώ αναφέρει ότι ο Φρες είχε 30 Ενετούς προνομιούχους, σε άλλο κατάλογο που παραθέτει με τους υπόχρεους για αγγαρείες, δεν αναφέρει το όνομα Φρες, αλλά το Pomogna Juliani. Αυτό δείχνει, ότι για αρκετά χρόνια οι απογραφείς χρησιμοποιούσαν παράλληλα και τα δύο ονόματα, μέχρι που στο τέλος επικράτησε το σημερινό όνομα του χωριού.
ΜΕΛΙΔΟΝΙΟΥ
Το Μελιδόνι είναι κτισμένο στις Β.Α. προσβάσεις των Λευκών Ορέων σε υψόμετρο 451 μέτρα και έχει θέα μαγευτική, αφού το μάτι δεν χορταίνει να απολαμβάνει ένα ατέλειωτο ορίζοντα. Η περιοχή έχει κατοικηθεί από τα αρχαία χρόνια, αν και τα απομεινάρια της ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή, είναι περιορισμένα. Μετά την ανάκτηση της Κρήτης από τους Βυζαντινούς και τον ερχομό των 12 Αρχοντόπουλων που απλώθηκαν σε όλο το νησί και τόνωσαν το εθνικό φρόνημα, κύριος μεγάλης κτηματικής έκτασης στην περιοχή του χωριού έγινε κάποιος με το επώνυμο Μελιδόνης. Δυστυχώς, δεν γνωρίζομε τον αρχοντικό οίκο στον οποίο ανήκε, αφού η προφορική παράδοση διέσωσε μόνο το τοπωνύμιο << στου Μελιδόνη τα χωράφια >> . Σε αυτά τα χωράφια κατέβηκαν από τις Χώσες των Λευκών Ορέων οι αδελφοί Γιώργης και Σήφης Μανούσακας ή Κόκκινοι (επειδή τα πρόσωπα τους ήταν κατακόκκινα από τον ήλιο ) από την Ίμπρο, για να βοσκήσουν τα πρόβατα τους και να περάσουν το καλοκαίρι τους, εκεί κάπου στα 1700 .Εκείνη την εποχή, ο τόπος του σημερινού χωριού δεν κατοικούνταν (ίσως να καταστράφηκε κατά την κατάκτηση του νησιού από τους Τούρκους). Έτσι οι συγχωριανοί τους όταν ρώτησαν που είναι και γιατί δεν γύρισαν στην Ίμπρο ,έμαθαν ότι οι Κόκκινοι θα ξεκαλοκαίριασαν στου Μελιδόνη τα χωράφια. Αυτό επαναλήφθηκε και τα επόμενα καλοκαίρια, αφού ο τόπος ήταν καλύτερος σε σύγκριση με τα φτωχά χώματα της Ίμπρου. Σιγά-σιγά, οι Σφακιανοί βοσκοί κατοίκησαν μόνιμα και δημιούργησαν ένα οικισμό ,που έμεινε στους μεταγενεστέρους σαν Μελιδόνι. Τα πρώτα επτά σπίτια του οικισμού, δημιουργήθηκαν από τα 4 αγόρια του Σήφη Μανούσακα (Κόκκινου ) και από τα 3 αγόρια του Γιώργη Μανούσακα. Το 1832, οι οικογένειες ανέρχονται σε 20, μια και οι απόγονοι των πρώτων οικιστών, έφεραν νύφες και γαμπρούς από άλλα χωριά. Ακόμη στο χωριό εγκαταστάθηκαν και κάποιοι τρίτοι από περιοχές του Νομού Χανίων, που για διάφορους λόγους βρήκαν ασφαλές καταφύγιο, στο ορεινό χωριό. Το 1867, το χωριό ανήκει στο Νομό ( Λιβά ) Σφακίων και στην επαρχία ( Καζά ) Αποκορώνου, ενώ το 1881 έχει 259 κατοίκους και συγκροτεί μαζί με 13 ακόμη χωριά το νεοσύστατο Δήμο Φρε .Μέχρι το 1940 η αύξηση των κατοίκων είναι συνεχής, αλλά από τότε έχουμε μια φθίνουσα πορεία. Στα χρόνια της σχετικά μικρής ιστορικής διαδρομής, το Μελιδόνι ανέδειξε σημαντικούς αρχηγούς που ηγήθηκαν των επαναστάσεων κατά των Τούρκων και καταξίωσαν το χωριό σε καπετανοχώρι. Ο πρώτος ήταν ο Ιωσήφ Κωνσταντουδάκης (εγγονός του Ιωσήφ Μανούσακα-Κόκκινου ) που έμεινε στην ιστορία σαν Σήφακας, λόγω της σωματικής του ρώμης. Η ηγετική φυσιογνωμία και η μεγάλη δράση του κατά την επανάσταση του 1821, τον έκανε γνωστό στο Πανελλήνιο. Σε σημαντική φυσιογνωμία αναδείχτηκε και ο μικρότερος αδελφός του Σήφακα ο Αντώνης, που ηγήθηκε όλων των εξεγέρσεων και ευτύχησε να δει την Κρήτη ελεύθερη. Μια ακόμη σημαντική προσωπικότητα ήταν ο Μανουσοσήφης, δεύτερος ξάδερφος των Κωνσταντουδάκηδων. Σύμφωνα με τον Ψιλάκη : «…διατελών αρματωλός προ του 1821,παρέσχε την ένοπλον συνδρομήν του. άμα τη ενάρξει της επαναστάσεως του 1821 ανεκηρύχθη οπλαρχηγός των ομοχωρίων του και ως τοιούτος διεκρίθη εις πλείστας μάχας. Μετά την προσωρινήν καταστολήν της εν Κρήτη επαναστάσεως υπό του στρατού της Αιγύπτου κατέφυγεν μετά πολλών Κρητών εις Πελοπόνησον και αφού συμμετέσχε εκεί εις πολλάς μάχας έπεσεν μετά 43 οπαδών του μεχόμενος εις Σφακτηρίαν…» Tέλος σε σπουδαία μορφή αναδείχτηκε και ο Ανδρέας Κακούρης, που έλαβε μέρος στην επανάσταση του Θερίσου και θάφτηκε με τιμές στρατηγού, το 1916. Το Μελιδόνι έδωσε το αγωνιστικό του παρόν σε όλους τους αγώνες του έθνους μας ,πάντα στα πλαίσια των πληθυσμιακών του δυνατοτήτων. Οι σημερινοί του κάτοικοι, χαρακτηρίζονται για την επιμονή τους να παλεύουν την πατρώα γη και να την αναγκάζουν να καρπίζει. Έτσι ο επισκέπτης, μένει κατάπληκτος βλέποντας τους ελαιώνες να φτάνουν μέχρι ψηλά στην Μαδάρα. Ακόμη εντυπωσιάζεται από το πλήθος των αγροτικών δρόμων, που υπάρχουν σε όλο τον ορεινό όγκο και από την πληροφορία ότι με προσωπική εργασία όλων των Μελιδονιανών διανοίχτηκε το 1958 ο αμαξωτός δρόμος, που ένωσε τα Πεμόνια με το Μελιδόνι και έβγαλε το χωριό, από την απομόνωση. Από τα σπήλαια που βρίσκονται στην περιοχή του χωριού και αποτελούν αντικείμενο εκτεταμένης έρευνας τα τελευταία χρόνια από ξένες αποστολές, ξεχωρίζουν το Μαύρο Σκιάδι και ο Γούργουθας.
ΠΕΜΟΝΙΩΝ
Τα Πεμόνια είναι κτισμένα στη ρίζα του βουνού και εκμεταλλεύονται μια αρκετά εύφορη κοιλάδα, με αμπέλια και ελιές. Για την ιστορική διαδρομή του χωριού τα αρχαία και τα βυζαντινά χρόνια, δεν έχομε πολλές πληροφορίες. Διασώζεται η σημαντική βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου που αναστηλώθηκε πρόσφατα, ενώ όλες οι ενδείξεις συνηγορούν ότι κατοικήθηκε από πολύ παλιά και ήταν ένα πλούσιο μέρος. Το όνομα του χωριού την ύστερη περίοδο της Ενετοκρατίας ήταν POMOGNA BAROZZI που σημαίνει φέουδο, περιοχή με περιβόλια του άρχοντα BAROZZI και δέσποζε στην περιοχή αφού στην απογραφή του Καστροφύλακα το 1583, είχε 389 κατοίκους. Ο αρχοντικός αυτός οίκος, εξουσίαζε όπως φαίνεται μεγάλη έκταση και είχε αρκετή δύναμη. Όταν η περιοχή καταλήφθηκε από τους Τούρκους το 1645, χάθηκε η οικογένεια Μπαρότση αλλά έμεινε το Πομόνια, που με μικρή παραφθορά, έγινε Πεμόνια. Βέβαια οι ιστορικοί, υποστηρίζουν ότι οι Ενετοί της περιοχής για να μην χάσουν τις περιουσίες τους, αλλαξοπίστησαν. Για αυτό οι Τούρκοι που κατοικούσαν στο χωριό ήταν πολυπληθείς ( 75 τουφέκια στην επανάσταση του 1866 ) και είχαν εριστική συμπεριφορά, όπως λένε οι αφηγήσεις των παλαιοτέρων. Διαβόητοι για τη συμπεριφορά τους ήταν οι αιμοσταγείς τύραννοι Χατζή Χουσείν ,που σκοτώθηκε από τον Τζιτζικάλη το 1866 και οι Κουρταγάδες, που λυμαίνονταν τον Αποκόρωνα με τις Ζουρίδες τους (συμμορίες) . Στην επανάσταση του 1821, τα Πεμόνια ανέδειξαν μια σημαντική προσωπικότητα, τον πεντακοσίαρχο Εμμανουήλ Σμαραγδή, που έμεινε στην ιστορία με το παρανόμι Αλιβάνιστος και σκοτώθηκε στα Τσικαλαριά, στις 12-7-1822. Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης, οι κάτοικοι του χωριού ασχολήθηκαν με την καλαθοπλεκτική ,την καρεκλοποιία, την κατασκευή πήλινων σκευών (πιθάρια,λαγήνες) και συμπλήρωναν το εισόδημα τους. Στα νεότερα χρόνια, το χωριό έχει να αντιμετωπίσει τα γνωστά προβλήματα της μετανάστευσης, που συρρίκνωσαν τον πληθυσμό του . Από τις σημερινές δραστηριότητες ξεχωρίζουμε τις δύο βιοτεχνίες του χωριού, που παράγουν παραδοσιακά έπιπλα. Οι πιο σημαντικές Πεμονιανές προσωπικότητες ήταν : 1) ο Βασίλειος Στ. Θωμαδάκης, που σπούδασε νομικά. Διορίστηκε στο Δημόσιο και πέρασε από όλες τις βαθμίδες της διοικητικής ιεραρχίας (προϊστάμενος της υπηρεσίας εξωτερικού εμπορίου-γενικός γραμματέας στο υπουργείο Εθνικής οικονομίας).Συνέγραψε την πραγματεία << Βασικαί όψεις της Ελληνικής Οικονομίας >> και σειρά βιβλίων, με λαογραφικό περιεχόμενο. 2) Ο Νικόλαος Κ. Κουτσουρελάκης, που σπούδασε νομικά και σταδιοδρόμησε στη στρατιωτική δικαιοσύνη. Ήταν ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του Ελευθερίου Βενιζέλου και συμμετείχε τόσο στο κίνημα του Θερίσου (1905),όσο και στην Επαναστατική Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης (1917). Αποστρατεύτηκε, με το βαθμό του υποστρατήγου. Ήταν ο συντάκτης του συντάγματος της Κρητικής πολιτείας και είχε εκλεγεί γερουσιαστής. Από τα Πεμόνια, κατάγονταν οι σπουδαίοι οργανοπαίχτες της Κρητικής μουσικής, αδελφοί Κουτσουρέλη .
ΠΑΙΔΟΧΩΡΙΟΥ
Το Παϊδοχώρι είναι έδρα του ομώνυμου δημοτικού διαμερίσματος, στο οποίο ανήκουν το Νεροχώρι και οι Άγιοι Πάντες. Είναι κτισμένο αμφιθεατρικά στους πρόποδες των Λευκών Ορέων και σε υψόμετρο 270 μ. και η θέα που προσφέρει στον επισκέπτη, είναι πανοραμική. Για την ιστορία του χωριού, δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία. Είναι πολύ πιθανό, η ονομασία του χωριού να προήλθε από τον κληρικό Παΐδη, που στην απογραφή των ναών του 1637, δηλώνει την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου με έσοδα. Άλλοι υποστηρίζουν, ότι το όνομα του χωριού μπορεί να προέρχεται από τη λέξη << παΐδια >>,δηλαδή από τα ατροφικά χαρούπια, μια στην περιοχή που δεν είναι ιδιαίτερα γόνιμη, φύονται πολλές χαρουπιές. Η άποψη όμως αυτή δεν είναι αιτιολογημένη, αλλά αποτέλεσμα λογικού συνειρμού. Την περίοδο της Ενετοκρατίας το χωριό ήταν κατοικημένο, πράγμα που πιστοποιείται από την ύπαρξη ενετικού κτίσματος που ανακαλύφθηκε πρόσφατα. Σύμφωνα με την απογραφή του Βασιλικάτα, το 1630 είχε την ονομασία Πομόνια Barbarigo δηλαδή ιδιοκτησία – περιβόλι του Ενετού άρχοντα Βarbarigo .Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, κτίστηκαν στο χωριό δύο βυζαντινές εκκλησίες της Παναγίας στο βόρειο τμήμα και της Αγίας Αικατερίνης, ανατολικά. Κατά την Τουρκοκρατία, κατοικούνταν από μικτό πληθυσμό Χριστιανών και Μωαμεθανών. Στις αλλεπάλληλες επαναστατικές ενέργειες κατά των Τούρκων το 1866,1878 και 1895-98, συμμετείχαν ενεργά οι Παϊδοχωριανοί και διακρίθηκαν στα πεδία των μαχών. Ηγετικές φυσιογνωμίες κατά την περίοδο αυτή, αναδείχθηκαν ο Βαρδής Μαραγκουδάκης, ο Νικόλαος Μαντωνανάκης, ο Ιωάννης Ευθ. Πανηγυράκης, ο Μάρκος Γ. Πανηγυράκης (Γλυνομάρκος ),ο Ιωάννης Πετρουλάκης (Νικηφορογιάννης) και ο Κων/νος Χαβρεδάκης. Ο Νικόλαος Μαντωνανάκης και ο Κων/νος Χαβρεδάκης, εκλέχθηκαν βουλευτές της Κρητικής Πολιτείας και ο Γεώργιος Μάρκου Πανηγυράκης και Ιωάννης Λιόδης, βουλευτές της Ελληνικής Βουλής. Μετά την ένωση με τη μητέρα Ελλάδα, πολλοί ήταν εκείνοι που έλαβαν μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους, στη Μικρασιατική εκστρατεία και στον πόλεμο του 1940.Κάποιοι από αυτούς δεν γύρισαν ποτέ πίσω, ενώ κάποιοι άλλοι, επέστρεψαν με αναπηρίες και άλλα προβλήματα. Στις αρχές του 1900 και ενώ μόλις είχε ανατείλει ο ήλιος της λευτεριάς, μπήκε πάρα πολύ έντονα το θέμα της επιβίωσης μια και η περιοχή παρήγε μικρές ποσότητες λαδιού, κρασιού και κτηνοτροφικών προϊόντων. Το άνοιγμα της αγοράς εργασίας της Αμερικής ήταν ένα θεόσταλτο δώρο, το οποίο έτρεξαν να πάρουν όλοι σχεδόν οι νέοι του χωριού. Πολλοί από αυτούς, γύρισαν πίσω και έκτισαν σπίτια ή αγόρασαν γη. Κάποιοι άλλοι όμως, παρέμειναν εκεί για πάντα και οι απόγονοί τους σήμερα αποτελούν επίλεκτα μέλη της Ελληνικής ομογένειας. Ένα δεύτερο και μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα κυριάρχησε τη δεκαετία του 1960 και οδήγησε στη σταδιακή απορφάνιση του χωριού. Προορισμός αυτή τη φορά ήταν η Αυστραλία, η Γερμανία και κυρίως τα αστικά κέντρα Χανιά και Αθήνα, όπου πλέον υπάρχουν πάρα πολλοί απόδημοι Παϊδοχωριανοί. Όλοι τους αγαπούν με πάθος το χωριό τους και το επισκέπτονται τακτικά και κυρίως το καλοκαίρι. Κατά τη διάρκεια της ειρηνικής περιόδου και ιδιαίτερα τα τελευταία 50 χρόνια, οι κάτοικοι του χωριού επέδειξαν ιδιαίτερη φιλομάθεια και ανέδειξαν πολλούς προικισμένους επιστήμονες που διαπρέπουν στα γράμματα και στις επιστήμες. Για αυτό και οι Παϊδοχωριανοί, δίκαια επαίρονται για την προκοπή των παιδιών τους.
ΤΖΙΤΖΙΦΕ
Το δημοτικό διαμέρισμα του Τζιτζιφέ, αποτελείται από δύο γειτονιές κτισμένες πάνω σε δύο παράλληλους λόφους, που κατεβαίνουν από το βουνό προς τον κάμπο και χωρίζονται από μια ρεματιά. Στον πάτο της ρεματιάς είναι μια χιλιοτραγουδισμένη βρύση με πλατάνια, κάτω από τα οποία συνεδρίασαν πολλές φορές οι ηγέτες των Κρητικών επαναστάσεων του 1866,1878 και 1895-97.Τα σπίτια είναι μαστορικά κτισμένα με πέτρα πάνω στα αλλεπάλληλα επίπεδα των δύο λόφων, με αποτέλεσμα να δημιουργούν ένα όμορφο παραδοσιακό οικισμό. Η θέα προς τα χωριά της λεκάνης του Αποκόρωνα, είναι εντυπωσιακή. Το όνομα του χωριού φαίνεται ότι προέρχεται από το δέντρο τζιτζιφιά ,που ευδοκιμεί στην περιοχή. Η ιστορική διαδρομή του χωριού, χάνεται μέσα στους αιώνες. Όμως, ένα είναι σίγουρο. Ο χώρος κατοικήθηκε από πολύ παλιά και διατήρησε το όνομα του για πάνω από χίλια χρόνια. Πράγματι η πρώτη γραπτή αναφορά γίνεται από τον ελευθερωτή της Κρήτης Νικηφόρο Φωκά το 960 μ.Χ., που καταγράφει το όνομα του χωριού σαν Ζιζιφέα. Άλλες πληροφορίες ή μνημεία από τη Βυζαντινή περίοδο που ακολουθεί, δεν έχομε. Κατά τη μακρά περίοδο της Ενετοκρατίας που αρχίζει το 1204 και τελειώνει το 1645, φαίνεται ότι ο Ζιζιφέας, γνωρίζει μέρες δόξας. Στην απογραφή του Καστροφύλακα το 1583 αναφέρεται σαν ZIZIFFEA SANTA LUCIA (Αγία Φωτεινή) με 115 κατοίκους και 40 προνομιούχους. Η εκκλησία της Αγίας Φωτεινής ή Αγία Φωθιά όπως αναφέρεται στο συμβόλαιο της Μαδάρας του 1828, θα πρέπει να ήταν η κύρια εκκλησία της πρώτης γειτονιάς του χωριού. Όμως επειδή δεν άντεξε τη φθορά του χρόνου, έπεσε η σκεπή της και ερειπώθηκε. Τα τελευταία χρόνια, αναστηλώθηκε και λειτουργείται. Μετά την επικράτηση των Τούρκων και μέχρι την επανάσταση του 1821, δεν έχομε καμιά μαρτυρία για την κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή. Είναι όμως πιθανό να είχαμε και εδώ το φαινόμενο της αλλαγής της πίστης των Ενετών και την υιοθέτηση του Μωαμεθανισμού, για να διατηρήσουν την περιουσία και τα προνόμια τους. Αυτό εξηγεί το μεγάλο αριθμό των Τούρκων που κατοικούσε στο χωριό, το φανατισμό και τη θηριωδία που επιδείκνυαν, όπως ο διαβόητος Γενίτσαρος Ομέρ που σκοτώθηκε στα χάλαρα του Αγίου Βασιλείου το 1828, από τον Μπρονιερίτη Ξενοθοδωρή. Κατά τη διάρκεια των αλλεπάλληλων επαναστατικών κινήσεων από το 1821 και μέχρι το 1898, ο Τζιτζιφές όπως και τα άλλα χωριά της ρίζας, ήταν ένα χώρος όπου συγκρούονταν καθημερινά οι ντόπιοι με τις ορδές των Τούρκων και των συμμάχων των ( Αιγύπτιοι ,Αλβανοί, Βεγγάζιοι κ.τ.λ. ),που προσπαθούσαν να κρατήσουν το νησί στην κατοχή τους. Ο τόπος, γνώρισε μέρες πόνου και οδύνης και μέρες μεγαλείου και πατριωτικής έξαρσης. Η βρύση και τα βαθύσκιωτα πλατάνια της, γινόταν το σημείο συγκέντρωσης των καπεταναίων, που συνεδρίαζαν για να πάρουν τις μεγάλες και κρίσιμες αποφάσεις για συνέχιση του αγώνα ή κατάθεση των όπλων. Ο πολύχρονος αγώνας, ανέδειξε δύο σπουδαίους άντρες. Ο ένας ήταν ο Γεώργιος Παπαδάκης ή Ξέπαπας (επειδή πέταξε τα ράσα) που ηγήθηκε των επαναστατών στην εθνεγερσία του 1821 και σκοτώθηκε στη Γραμβούσα το 1823. Ο ιστορικός Ψιλάκης, μιλεί με θαυμασμό για τα έργα και τις ημέρες του ονομαστού αυτού άντρα, που διορίστηκε φροντιστής οικονομίας στην Προσωρινή διοίκηση Κρήτης και δεν ήταν μόνο ένας από τους πρωτεργάτες της επανάστασης, αλλά ένας ενάρετος, ανδρείος και αφοσιωμένος αγωνιστής. Ο γιος του Ιωάννης έγινε πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ γαμπροί έγιναν ο ονομαστός πατριώτης Εμμανουήλ Αντωνιάδης και ο υποστράτηγος Φώτιος Αγγελίδης. Ο άλλος ήταν ο Αναγνώστης Μιχελιουδάκης, που διακρίθηκε στο ξεσηκωμό του 1866 και διετέλεσε πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Φρε, το 1906-1911. Μετά την απελευθέρωση και την ένταξη στον εθνικό κορμό, ο Τζιτζιφές πρόσφερε αρκετά παλικάρια στους αγώνες του έθνους μας. Η σημερινή εικόνα του χωριού, δεν είναι ιδιαίτερα ευοίωνη. Η μετανάστευση είναι η μεγάλη πληγή του χωριού, που προσπαθεί να επιβιώσει με λίγο λάδι, κρασί , χαρούπια και άφθονα κτηνοτροφικά προϊόντα. Ενδεικτικό είναι το γεγονός, ότι στο χωριό λειτουργούν 3 τυροκομεία και τρεις ταβέρνες . Αξιοσημείωτο είναι ακόμη το γεγονός ότι στο παρελθόν ο Τζιτζιφές, ήταν φημισμένος για την παραγωγή καραμπασιού (δαφνέλαιου), που χρησιμοποιούνταν για θεραπευτικούς σκοπούς. Όσον αφορά την αγάπη των αποδήμων για τον τόπο της, αυτή είναι δεδομένη και εκφράζεται με πολλούς τρόπους ( επισκέψεις στις γιορτές και τα καλοκαίρια, έργα ανάπλασης και καλλωπισμού στο χωριό ).
Ιστορία
ΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ-ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ
Για τα χρόνια της Ενετοκρατίας, δεν έχομε καμιά γραπτή μαρτυρία για τα γεγονότα που διαδραματίζονταν στο χωριό. Στην απογραφή του 1583 ο Φρες έχει 30 προνομιούχους, πράγμα που σημαίνει ότι ανθούσε εκείνη την εποχή. Ακόμη η επιλογή του χωριού για την ίδρυση της σχολής των Φρέρηδων, δείχνει τη σημασία που είχε ο τόπος για τους Ενετούς. Απόλυτο σκοτάδι καλύπτει την πρώτη Τούρκικη περίοδο 1645-1770 αφού δεν διασώζονται, ούτε γραπτές, ούτε προφορικές μαρτυρίες. Στην επανάσταση του Δασκαλογιάννη, οι κάτοικοι του συνοικισμού Κοτσοβίτσα που ζούσαν σε μια μικρή πεδινή έκταση πάνω από το χωριό και υπολογίζονται σε 50-60 άτομα, βοήθησαν τους επαναστάτες ή συμμετείχαν στο κίνημα. Μετά την παράδοση του Δασκαλογιάννη, οι Τούρκοι επέπεσαν στους αβοήθητους χωριάτες της Κοτσοβίτσας και τους αφάνισαν, καίγοντας την περιουσία και πυρπολώντας τα σπίτια τους. Από τους κατοίκους του μικρού οικισμού δεν γλίτωσε κανείς, αφού άλλοι σφάχτηκαν και άλλοι κάηκαν ζωντανοί στο μικρό σπήλαιο, όπου είχαν καταφύγει. Ακολούθησαν χρόνια σιωπής και πικρής σκλαβιάς, που σημαδεύτηκαν από τη σφαγή αγνώστου αριθμού Φρεδιανών στις Aσπρες συκιές των Αρμένων, ενώ περίμεναν να αλέσουν τα γεννήματα τους. Ακολούθησε το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821,στη διάρκεια της οποίας το χωριό θρήνησε αρκετά θύματα στον άπελπι αγώνα για τη λευτεριά. Στη βραχύβια επανάσταση του Χαιρέτη το 1841, ο Φρες ήταν και πάλι μπροστάρης στον αγώνα, όπως μας λέει η λαϊκή μούσα με το παρακάτω δίστιχο, που αναφέρεται στο Χαιρέτη : « Στου Φρε τον κατεβάσανε στου Σύμβουλου το σπίτι κι εφημερίδες έκαμαν κι΄ εγέμισεν η Κρήτη». Η πρώτη μπαλωτιά της τρίχρονης επανάστασης του 1866, έπεσε στο χωριό, όταν ο Νικόλας Τζιτζικαλάκης, σκότωσε τον αιμοβόρο Χατζή-Χουσείν των Πεμονίων, που είχε σφάξει αναίτια τον παππού του στις Άσπρες συκιές. Στη διάρκεια των συγκρούσεων ο Φρες ήταν ένα διαρκές πεδίο συγκρούσεων, αφού δέσποζε στο λεκανοπέδιο του Αποκόρωνα. Οι ζημιές σε έμψυχο και άψυχο υλικό ήταν τεράστιες, ενώ πολλοί Φρεδιανοί ξενιτεύτηκαν για να αποφύγουν την εκδίκηση του δυνάστη. Στην επανάσταση του 1878, ο Φρες ήταν και πάλι στις επάλξεις. Η εκκλησία της Ευαγγελίστριας και το δημοτικό σχολείο φιλοξένησαν τις εργασίες της επαναστατικής συνέλευσης για πάνω από δύο μήνες και οι Φρεδιανοί προσέφεραν ότι είχαν και δεν είχαν, για να στηρίξουν τον αγώνα. Στην τελευταία τρίχρονη επανάσταση των ετών 1895-1897, οι Φρεδιανοί έκαναν και πάλι το χρέος τους και θρήνησαν αρκετά θύματα. Ακόμη προσέφεραν και στήριξαν υλικά τις εργασίες της Μεταπολιτευτικής επιτροπής, όταν αυτή συνεδρίαζε στο χωριό. Όμως όλα αυτά ξεχάστηκαν, αφού σε λίγο ανέτειλε επιτέλους ο ήλιος της λευτεριάς στο πολύπαθο νησί μας. Δεν πέρασαν πολλά χρόνια και στο προσκλητήριο του 1912, οι Φρεδιανοί ανεξαρτήτως ηλικίας και οικογενειακής κατάστασης έτρεξαν εθελοντικά στα βουνά της Ηπείρου και της Μακεδονίας, για να λευτερώσουν τους σκλαβωμένους αδελφούς τους. Πάνω από 30 άντρες άφησαν τις οικογένειες τους και προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, στον ωραίο αγώνα. Τέσσερις από αυτούς έμειναν για πάντα εκεί, δίνοντας μας με τη θυσία τους ένα αξεπέραστο παράδειγμα για μίμηση. Μετά την ένωση με την Ελλάδα το 1913, ακολούθησε την πορεία της Ελληνικής Δημοκρατίας και πρόσφερε αρκετά τέκνα του στους αγώνες για την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της Πατρίδα μας, τόσο στη Μικρά Ασία το 1922, όσο και στα βουνά της Αλβανίας το 1940.
- Γεωγραφία
-
Γεωγραφία
- Αξιοθέατα
-
Αξιοθέατα
ΦΡΕ
Ο Φρες είναι κτισμένος στους πρόποδες των Λευκών Ορέων, σε υψόμετρο 220 μ. Βρίσκεται στο μέσο της διαδρομής Χανίων- Ρεθύμνου και απέχει από τα Χανιά, 25 χιλ. Είναι κατά βάση αγροτικό χωριό και παράγει λάδι, κρασί και κτηνοτροφικά προϊόντα. Έχει πολλές φυσικές ομορφιές και πλούσια ιστορία, αφού ήταν ένα από τα τέσσερα κεφαλοχώρια του Αποκόρωνα και έδρα δήμου, από το 1880. Με την αναμόρφωση των κοινοτήτων ξαναέγινε έδρα του Δήμου Φρε, όμως η πληθυσμιακή του κατάσταση, δεν του δίνει τη δυνατότητα για να επιβιώσει από ίδιους πόρους. Παρά τα σημερινά του προβλήματα διατηρεί την ομορφιά του και προτάθηκε για αναγνώριση, σαν τοπίο με ιδιαίτερο φυσικό κάλλος. Ο σημερινός επισκέπτης, μπορεί να ξεκουραστεί στη μαγευτική τοποθεσία του Λουτρού, που βρίσκεται πάνω στη παλιά εθνική οδό και έχει πηγή με γάργαρο νερό και αιωνόβια πλατάνια. Ο χώρος είναι άριστα διαμορφωμένος από το Δήμο και αρκετά ευρύχωρος για κάθε είδους κοινωνική εκδήλωση, αφού λειτουργεί ταβέρνα με πλούσια εδέσματα. Ανηφορίζοντας για το χωριό, ο επισκέπτης διασχίζει ένα τοπίο κατάφυτο με ελιές και αμπέλια κα φθάνει σε ένα παραδοσιακό οικισμό. Οι κάτοικοι του Φρε, είναι αρκετά δημιουργικοί και φημίζονται για τη φιλοξενία και την αγάπη που έχουν για το χωριό τους. Τα τελευταία 25 χρόνια, έχει ξεκινήσει μια μεγάλη προσπάθεια από την κοινότητα και τους συλλόγους αποδήμων Φρεδιανών Αθήνας και Χανίων, που έχει οδηγήσει σε μεγάλα έργα καλλωπισμού και πλούσιες πολιτιστικές εκδηλώσεις, στη διάρκεια του Δεκαπενταύγουστου. Στον Φρε, ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει τη μεγαλόπρεπη εκκλησία της Ευαγγελίστριας, που έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο, την πλούσια Πινακοθήκη που δώρισαν στο χωριό το ζεύγος Μάρκος και Αργυρώ Γιαννουλάκη, το πρόσφατα ανακαινισμένο αρχοντικό του Μανούσακα που στεγάζει το Μουσείο του Φρε, με κύρια εκθέματα τα γενεαλογικά δέντρα 95 οικογενειών του χωριού που καλύπτουν την περίοδο 1800-2000. Στο χώρο του ηρώου, που έχει την προμετωπίδα ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΧΡΕΟΣ, μπορεί να αποτίσει τον οφειλόμενο φόρο τιμής στους πεσόντες στους πολέμους Φρεδιανούς, και να μελετήσει το πρωτοποριακό άγαλμα του Κρητικού αγωνιστή, που φιλοτέχνησε ο Δημήτρης Καλαμάρας και δώρισε στο Φρε, ο Κων/νος Μπουρμπάκης. Στον ίδιο χώρο είναι τοποθετημένες οι προτομές των Κων/νου Διγενάκη οπλαρχηγού-συγγραφέα ,Σταύρου Κελαιδή οπλαρχηγού – δικηγόρου και του Κων/νου Λαγουμιτζάκη επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης, καθώς και τα ονόματα των αγωνιστών των Κρητικών επαναστάσεων και των εθελοντών των Βαλκανικών πολέμων 1912-13. Ακόμη μπορεί να δει πολλές παλιές και τοιχογραφημένες εκκλησίες, όπως της Παναγίας των δύο βράχων, στη θέση του Καπή ο λαγκός που θυμίζει Μετέωρα, την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στου Ρεγκούση, την Παναγία στα Σηφιανά και την Παναγία στου Κολοκύθη και τον Άγιο Ιωάννη στον Κούκο . Στο τέλος μπορεί να καθίσει και να απολαύσει τον καφέ του στην ευρύχωρη και όμορφη πλατεία, που βρίσκεται στο κέντρο του χωριού.
Η ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΦΡΕ
Όπως φαίνεται, η περιοχή είχε κατοικηθεί από πολύ παλιά. Τα ευρήματα, που είναι φτωχά και διάσπαρτα σε μια μεγάλη ακτίνα στην ανατολική και βόρεια πλευρά του χωριού, περιμένουν τους ειδικούς για να κάνουν τις αναγκαίες ανασκαφές και να δώσουν τις υπεύθυνες και τεκμηριωμένες απαντήσεις. Αν και το θέμα της ονομασίας δεν έχει επιλυθεί οριστικά, αφού το κείμενο που βρέθηκε στα Ενετικά αρχεία και δίνει την πολυπόθητη εξήγηση αποτελεί αντικείμενο αντιδικίας, εμείς καταφεύγομε σε αυτό ,αφού δεν έχομε άλλη επιλογή. Σύμφωνα λοιπόν με την αφήγηση του δόκτορα Τρουλινού, που καταγόταν από το γειτονικό χωριό Νίππος και έζησε εκεί στα μέσα του 16ου αιώνα, ο Φρες την εποχή των Βυζαντινών λεγόταν Φέγγη, λόγω θαυμάσιας θέσης που είχε. Γύρω στο 1550 οι Ενετοί ίδρυσαν στο χωριό μια σχολή, όπου δίδασκαν Φραγκοπαπάδες, οι λεγόμενοι Φρέρηδες, από τη Γαλλική λέξη FRERE, που σημαίνει αδελφός-μοναχός. Σιγά-σιγά, η Φέγγη έγινε το χωριό των Φρέρηδων και στο τέλος κατέληξε σε Φρες. Βέβαια αυτό, δεν έγινε από την μια μέρα στην άλλη. Μάλιστα κάποια εποχή, οι Ενετοί χρησιμοποιούσαν στις απογραφές τους το όνομα του μεγαλοϊδιοκτήτη της περιοχής και το χωριό λεγόταν POMOGNA JULIANI, δηλαδή φέουδο του Τζουλιάνη. Ο Καστροφύλακας το 1583 ενώ αναφέρει ότι ο Φρες είχε 30 Ενετούς προνομιούχους, σε άλλο κατάλογο που παραθέτει με τους υπόχρεους για αγγαρείες, δεν αναφέρει το όνομα Φρες, αλλά το Pomogna Juliani. Αυτό δείχνει, ότι για αρκετά χρόνια οι απογραφείς χρησιμοποιούσαν παράλληλα και τα δύο ονόματα, μέχρι που στο τέλος επικράτησε το σημερινό όνομα του χωριού.
ΜΕΛΙΔΟΝΙΟΥ
Το Μελιδόνι είναι κτισμένο στις Β.Α. προσβάσεις των Λευκών Ορέων σε υψόμετρο 451 μέτρα και έχει θέα μαγευτική, αφού το μάτι δεν χορταίνει να απολαμβάνει ένα ατέλειωτο ορίζοντα. Η περιοχή έχει κατοικηθεί από τα αρχαία χρόνια, αν και τα απομεινάρια της ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή, είναι περιορισμένα. Μετά την ανάκτηση της Κρήτης από τους Βυζαντινούς και τον ερχομό των 12 Αρχοντόπουλων που απλώθηκαν σε όλο το νησί και τόνωσαν το εθνικό φρόνημα, κύριος μεγάλης κτηματικής έκτασης στην περιοχή του χωριού έγινε κάποιος με το επώνυμο Μελιδόνης. Δυστυχώς, δεν γνωρίζομε τον αρχοντικό οίκο στον οποίο ανήκε, αφού η προφορική παράδοση διέσωσε μόνο το τοπωνύμιο << στου Μελιδόνη τα χωράφια >> . Σε αυτά τα χωράφια κατέβηκαν από τις Χώσες των Λευκών Ορέων οι αδελφοί Γιώργης και Σήφης Μανούσακας ή Κόκκινοι (επειδή τα πρόσωπα τους ήταν κατακόκκινα από τον ήλιο ) από την Ίμπρο, για να βοσκήσουν τα πρόβατα τους και να περάσουν το καλοκαίρι τους, εκεί κάπου στα 1700 .Εκείνη την εποχή, ο τόπος του σημερινού χωριού δεν κατοικούνταν (ίσως να καταστράφηκε κατά την κατάκτηση του νησιού από τους Τούρκους). Έτσι οι συγχωριανοί τους όταν ρώτησαν που είναι και γιατί δεν γύρισαν στην Ίμπρο ,έμαθαν ότι οι Κόκκινοι θα ξεκαλοκαίριασαν στου Μελιδόνη τα χωράφια. Αυτό επαναλήφθηκε και τα επόμενα καλοκαίρια, αφού ο τόπος ήταν καλύτερος σε σύγκριση με τα φτωχά χώματα της Ίμπρου. Σιγά-σιγά, οι Σφακιανοί βοσκοί κατοίκησαν μόνιμα και δημιούργησαν ένα οικισμό ,που έμεινε στους μεταγενεστέρους σαν Μελιδόνι. Τα πρώτα επτά σπίτια του οικισμού, δημιουργήθηκαν από τα 4 αγόρια του Σήφη Μανούσακα (Κόκκινου ) και από τα 3 αγόρια του Γιώργη Μανούσακα. Το 1832, οι οικογένειες ανέρχονται σε 20, μια και οι απόγονοι των πρώτων οικιστών, έφεραν νύφες και γαμπρούς από άλλα χωριά. Ακόμη στο χωριό εγκαταστάθηκαν και κάποιοι τρίτοι από περιοχές του Νομού Χανίων, που για διάφορους λόγους βρήκαν ασφαλές καταφύγιο, στο ορεινό χωριό. Το 1867, το χωριό ανήκει στο Νομό ( Λιβά ) Σφακίων και στην επαρχία ( Καζά ) Αποκορώνου, ενώ το 1881 έχει 259 κατοίκους και συγκροτεί μαζί με 13 ακόμη χωριά το νεοσύστατο Δήμο Φρε .Μέχρι το 1940 η αύξηση των κατοίκων είναι συνεχής, αλλά από τότε έχουμε μια φθίνουσα πορεία. Στα χρόνια της σχετικά μικρής ιστορικής διαδρομής, το Μελιδόνι ανέδειξε σημαντικούς αρχηγούς που ηγήθηκαν των επαναστάσεων κατά των Τούρκων και καταξίωσαν το χωριό σε καπετανοχώρι. Ο πρώτος ήταν ο Ιωσήφ Κωνσταντουδάκης (εγγονός του Ιωσήφ Μανούσακα-Κόκκινου ) που έμεινε στην ιστορία σαν Σήφακας, λόγω της σωματικής του ρώμης. Η ηγετική φυσιογνωμία και η μεγάλη δράση του κατά την επανάσταση του 1821, τον έκανε γνωστό στο Πανελλήνιο. Σε σημαντική φυσιογνωμία αναδείχτηκε και ο μικρότερος αδελφός του Σήφακα ο Αντώνης, που ηγήθηκε όλων των εξεγέρσεων και ευτύχησε να δει την Κρήτη ελεύθερη. Μια ακόμη σημαντική προσωπικότητα ήταν ο Μανουσοσήφης, δεύτερος ξάδερφος των Κωνσταντουδάκηδων. Σύμφωνα με τον Ψιλάκη : «…διατελών αρματωλός προ του 1821,παρέσχε την ένοπλον συνδρομήν του. άμα τη ενάρξει της επαναστάσεως του 1821 ανεκηρύχθη οπλαρχηγός των ομοχωρίων του και ως τοιούτος διεκρίθη εις πλείστας μάχας. Μετά την προσωρινήν καταστολήν της εν Κρήτη επαναστάσεως υπό του στρατού της Αιγύπτου κατέφυγεν μετά πολλών Κρητών εις Πελοπόνησον και αφού συμμετέσχε εκεί εις πολλάς μάχας έπεσεν μετά 43 οπαδών του μεχόμενος εις Σφακτηρίαν…» Tέλος σε σπουδαία μορφή αναδείχτηκε και ο Ανδρέας Κακούρης, που έλαβε μέρος στην επανάσταση του Θερίσου και θάφτηκε με τιμές στρατηγού, το 1916. Το Μελιδόνι έδωσε το αγωνιστικό του παρόν σε όλους τους αγώνες του έθνους μας ,πάντα στα πλαίσια των πληθυσμιακών του δυνατοτήτων. Οι σημερινοί του κάτοικοι, χαρακτηρίζονται για την επιμονή τους να παλεύουν την πατρώα γη και να την αναγκάζουν να καρπίζει. Έτσι ο επισκέπτης, μένει κατάπληκτος βλέποντας τους ελαιώνες να φτάνουν μέχρι ψηλά στην Μαδάρα. Ακόμη εντυπωσιάζεται από το πλήθος των αγροτικών δρόμων, που υπάρχουν σε όλο τον ορεινό όγκο και από την πληροφορία ότι με προσωπική εργασία όλων των Μελιδονιανών διανοίχτηκε το 1958 ο αμαξωτός δρόμος, που ένωσε τα Πεμόνια με το Μελιδόνι και έβγαλε το χωριό, από την απομόνωση. Από τα σπήλαια που βρίσκονται στην περιοχή του χωριού και αποτελούν αντικείμενο εκτεταμένης έρευνας τα τελευταία χρόνια από ξένες αποστολές, ξεχωρίζουν το Μαύρο Σκιάδι και ο Γούργουθας.
ΠΕΜΟΝΙΩΝ
Τα Πεμόνια είναι κτισμένα στη ρίζα του βουνού και εκμεταλλεύονται μια αρκετά εύφορη κοιλάδα, με αμπέλια και ελιές. Για την ιστορική διαδρομή του χωριού τα αρχαία και τα βυζαντινά χρόνια, δεν έχομε πολλές πληροφορίες. Διασώζεται η σημαντική βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου που αναστηλώθηκε πρόσφατα, ενώ όλες οι ενδείξεις συνηγορούν ότι κατοικήθηκε από πολύ παλιά και ήταν ένα πλούσιο μέρος. Το όνομα του χωριού την ύστερη περίοδο της Ενετοκρατίας ήταν POMOGNA BAROZZI που σημαίνει φέουδο, περιοχή με περιβόλια του άρχοντα BAROZZI και δέσποζε στην περιοχή αφού στην απογραφή του Καστροφύλακα το 1583, είχε 389 κατοίκους. Ο αρχοντικός αυτός οίκος, εξουσίαζε όπως φαίνεται μεγάλη έκταση και είχε αρκετή δύναμη. Όταν η περιοχή καταλήφθηκε από τους Τούρκους το 1645, χάθηκε η οικογένεια Μπαρότση αλλά έμεινε το Πομόνια, που με μικρή παραφθορά, έγινε Πεμόνια. Βέβαια οι ιστορικοί, υποστηρίζουν ότι οι Ενετοί της περιοχής για να μην χάσουν τις περιουσίες τους, αλλαξοπίστησαν. Για αυτό οι Τούρκοι που κατοικούσαν στο χωριό ήταν πολυπληθείς ( 75 τουφέκια στην επανάσταση του 1866 ) και είχαν εριστική συμπεριφορά, όπως λένε οι αφηγήσεις των παλαιοτέρων. Διαβόητοι για τη συμπεριφορά τους ήταν οι αιμοσταγείς τύραννοι Χατζή Χουσείν ,που σκοτώθηκε από τον Τζιτζικάλη το 1866 και οι Κουρταγάδες, που λυμαίνονταν τον Αποκόρωνα με τις Ζουρίδες τους (συμμορίες) . Στην επανάσταση του 1821, τα Πεμόνια ανέδειξαν μια σημαντική προσωπικότητα, τον πεντακοσίαρχο Εμμανουήλ Σμαραγδή, που έμεινε στην ιστορία με το παρανόμι Αλιβάνιστος και σκοτώθηκε στα Τσικαλαριά, στις 12-7-1822. Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης, οι κάτοικοι του χωριού ασχολήθηκαν με την καλαθοπλεκτική ,την καρεκλοποιία, την κατασκευή πήλινων σκευών (πιθάρια,λαγήνες) και συμπλήρωναν το εισόδημα τους. Στα νεότερα χρόνια, το χωριό έχει να αντιμετωπίσει τα γνωστά προβλήματα της μετανάστευσης, που συρρίκνωσαν τον πληθυσμό του . Από τις σημερινές δραστηριότητες ξεχωρίζουμε τις δύο βιοτεχνίες του χωριού, που παράγουν παραδοσιακά έπιπλα. Οι πιο σημαντικές Πεμονιανές προσωπικότητες ήταν : 1) ο Βασίλειος Στ. Θωμαδάκης, που σπούδασε νομικά. Διορίστηκε στο Δημόσιο και πέρασε από όλες τις βαθμίδες της διοικητικής ιεραρχίας (προϊστάμενος της υπηρεσίας εξωτερικού εμπορίου-γενικός γραμματέας στο υπουργείο Εθνικής οικονομίας).Συνέγραψε την πραγματεία << Βασικαί όψεις της Ελληνικής Οικονομίας >> και σειρά βιβλίων, με λαογραφικό περιεχόμενο. 2) Ο Νικόλαος Κ. Κουτσουρελάκης, που σπούδασε νομικά και σταδιοδρόμησε στη στρατιωτική δικαιοσύνη. Ήταν ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του Ελευθερίου Βενιζέλου και συμμετείχε τόσο στο κίνημα του Θερίσου (1905),όσο και στην Επαναστατική Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης (1917). Αποστρατεύτηκε, με το βαθμό του υποστρατήγου. Ήταν ο συντάκτης του συντάγματος της Κρητικής πολιτείας και είχε εκλεγεί γερουσιαστής. Από τα Πεμόνια, κατάγονταν οι σπουδαίοι οργανοπαίχτες της Κρητικής μουσικής, αδελφοί Κουτσουρέλη .
ΠΑΙΔΟΧΩΡΙΟΥ
Το Παϊδοχώρι είναι έδρα του ομώνυμου δημοτικού διαμερίσματος, στο οποίο ανήκουν το Νεροχώρι και οι Άγιοι Πάντες. Είναι κτισμένο αμφιθεατρικά στους πρόποδες των Λευκών Ορέων και σε υψόμετρο 270 μ. και η θέα που προσφέρει στον επισκέπτη, είναι πανοραμική. Για την ιστορία του χωριού, δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία. Είναι πολύ πιθανό, η ονομασία του χωριού να προήλθε από τον κληρικό Παΐδη, που στην απογραφή των ναών του 1637, δηλώνει την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου με έσοδα. Άλλοι υποστηρίζουν, ότι το όνομα του χωριού μπορεί να προέρχεται από τη λέξη << παΐδια >>,δηλαδή από τα ατροφικά χαρούπια, μια στην περιοχή που δεν είναι ιδιαίτερα γόνιμη, φύονται πολλές χαρουπιές. Η άποψη όμως αυτή δεν είναι αιτιολογημένη, αλλά αποτέλεσμα λογικού συνειρμού. Την περίοδο της Ενετοκρατίας το χωριό ήταν κατοικημένο, πράγμα που πιστοποιείται από την ύπαρξη ενετικού κτίσματος που ανακαλύφθηκε πρόσφατα. Σύμφωνα με την απογραφή του Βασιλικάτα, το 1630 είχε την ονομασία Πομόνια Barbarigo δηλαδή ιδιοκτησία – περιβόλι του Ενετού άρχοντα Βarbarigo .Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, κτίστηκαν στο χωριό δύο βυζαντινές εκκλησίες της Παναγίας στο βόρειο τμήμα και της Αγίας Αικατερίνης, ανατολικά. Κατά την Τουρκοκρατία, κατοικούνταν από μικτό πληθυσμό Χριστιανών και Μωαμεθανών. Στις αλλεπάλληλες επαναστατικές ενέργειες κατά των Τούρκων το 1866,1878 και 1895-98, συμμετείχαν ενεργά οι Παϊδοχωριανοί και διακρίθηκαν στα πεδία των μαχών. Ηγετικές φυσιογνωμίες κατά την περίοδο αυτή, αναδείχθηκαν ο Βαρδής Μαραγκουδάκης, ο Νικόλαος Μαντωνανάκης, ο Ιωάννης Ευθ. Πανηγυράκης, ο Μάρκος Γ. Πανηγυράκης (Γλυνομάρκος ),ο Ιωάννης Πετρουλάκης (Νικηφορογιάννης) και ο Κων/νος Χαβρεδάκης. Ο Νικόλαος Μαντωνανάκης και ο Κων/νος Χαβρεδάκης, εκλέχθηκαν βουλευτές της Κρητικής Πολιτείας και ο Γεώργιος Μάρκου Πανηγυράκης και Ιωάννης Λιόδης, βουλευτές της Ελληνικής Βουλής. Μετά την ένωση με τη μητέρα Ελλάδα, πολλοί ήταν εκείνοι που έλαβαν μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους, στη Μικρασιατική εκστρατεία και στον πόλεμο του 1940.Κάποιοι από αυτούς δεν γύρισαν ποτέ πίσω, ενώ κάποιοι άλλοι, επέστρεψαν με αναπηρίες και άλλα προβλήματα. Στις αρχές του 1900 και ενώ μόλις είχε ανατείλει ο ήλιος της λευτεριάς, μπήκε πάρα πολύ έντονα το θέμα της επιβίωσης μια και η περιοχή παρήγε μικρές ποσότητες λαδιού, κρασιού και κτηνοτροφικών προϊόντων. Το άνοιγμα της αγοράς εργασίας της Αμερικής ήταν ένα θεόσταλτο δώρο, το οποίο έτρεξαν να πάρουν όλοι σχεδόν οι νέοι του χωριού. Πολλοί από αυτούς, γύρισαν πίσω και έκτισαν σπίτια ή αγόρασαν γη. Κάποιοι άλλοι όμως, παρέμειναν εκεί για πάντα και οι απόγονοί τους σήμερα αποτελούν επίλεκτα μέλη της Ελληνικής ομογένειας. Ένα δεύτερο και μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα κυριάρχησε τη δεκαετία του 1960 και οδήγησε στη σταδιακή απορφάνιση του χωριού. Προορισμός αυτή τη φορά ήταν η Αυστραλία, η Γερμανία και κυρίως τα αστικά κέντρα Χανιά και Αθήνα, όπου πλέον υπάρχουν πάρα πολλοί απόδημοι Παϊδοχωριανοί. Όλοι τους αγαπούν με πάθος το χωριό τους και το επισκέπτονται τακτικά και κυρίως το καλοκαίρι. Κατά τη διάρκεια της ειρηνικής περιόδου και ιδιαίτερα τα τελευταία 50 χρόνια, οι κάτοικοι του χωριού επέδειξαν ιδιαίτερη φιλομάθεια και ανέδειξαν πολλούς προικισμένους επιστήμονες που διαπρέπουν στα γράμματα και στις επιστήμες. Για αυτό και οι Παϊδοχωριανοί, δίκαια επαίρονται για την προκοπή των παιδιών τους.
ΤΖΙΤΖΙΦΕ
Το δημοτικό διαμέρισμα του Τζιτζιφέ, αποτελείται από δύο γειτονιές κτισμένες πάνω σε δύο παράλληλους λόφους, που κατεβαίνουν από το βουνό προς τον κάμπο και χωρίζονται από μια ρεματιά. Στον πάτο της ρεματιάς είναι μια χιλιοτραγουδισμένη βρύση με πλατάνια, κάτω από τα οποία συνεδρίασαν πολλές φορές οι ηγέτες των Κρητικών επαναστάσεων του 1866,1878 και 1895-97.Τα σπίτια είναι μαστορικά κτισμένα με πέτρα πάνω στα αλλεπάλληλα επίπεδα των δύο λόφων, με αποτέλεσμα να δημιουργούν ένα όμορφο παραδοσιακό οικισμό. Η θέα προς τα χωριά της λεκάνης του Αποκόρωνα, είναι εντυπωσιακή. Το όνομα του χωριού φαίνεται ότι προέρχεται από το δέντρο τζιτζιφιά ,που ευδοκιμεί στην περιοχή. Η ιστορική διαδρομή του χωριού, χάνεται μέσα στους αιώνες. Όμως, ένα είναι σίγουρο. Ο χώρος κατοικήθηκε από πολύ παλιά και διατήρησε το όνομα του για πάνω από χίλια χρόνια. Πράγματι η πρώτη γραπτή αναφορά γίνεται από τον ελευθερωτή της Κρήτης Νικηφόρο Φωκά το 960 μ.Χ., που καταγράφει το όνομα του χωριού σαν Ζιζιφέα. Άλλες πληροφορίες ή μνημεία από τη Βυζαντινή περίοδο που ακολουθεί, δεν έχομε. Κατά τη μακρά περίοδο της Ενετοκρατίας που αρχίζει το 1204 και τελειώνει το 1645, φαίνεται ότι ο Ζιζιφέας, γνωρίζει μέρες δόξας. Στην απογραφή του Καστροφύλακα το 1583 αναφέρεται σαν ZIZIFFEA SANTA LUCIA (Αγία Φωτεινή) με 115 κατοίκους και 40 προνομιούχους. Η εκκλησία της Αγίας Φωτεινής ή Αγία Φωθιά όπως αναφέρεται στο συμβόλαιο της Μαδάρας του 1828, θα πρέπει να ήταν η κύρια εκκλησία της πρώτης γειτονιάς του χωριού. Όμως επειδή δεν άντεξε τη φθορά του χρόνου, έπεσε η σκεπή της και ερειπώθηκε. Τα τελευταία χρόνια, αναστηλώθηκε και λειτουργείται. Μετά την επικράτηση των Τούρκων και μέχρι την επανάσταση του 1821, δεν έχομε καμιά μαρτυρία για την κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή. Είναι όμως πιθανό να είχαμε και εδώ το φαινόμενο της αλλαγής της πίστης των Ενετών και την υιοθέτηση του Μωαμεθανισμού, για να διατηρήσουν την περιουσία και τα προνόμια τους. Αυτό εξηγεί το μεγάλο αριθμό των Τούρκων που κατοικούσε στο χωριό, το φανατισμό και τη θηριωδία που επιδείκνυαν, όπως ο διαβόητος Γενίτσαρος Ομέρ που σκοτώθηκε στα χάλαρα του Αγίου Βασιλείου το 1828, από τον Μπρονιερίτη Ξενοθοδωρή. Κατά τη διάρκεια των αλλεπάλληλων επαναστατικών κινήσεων από το 1821 και μέχρι το 1898, ο Τζιτζιφές όπως και τα άλλα χωριά της ρίζας, ήταν ένα χώρος όπου συγκρούονταν καθημερινά οι ντόπιοι με τις ορδές των Τούρκων και των συμμάχων των ( Αιγύπτιοι ,Αλβανοί, Βεγγάζιοι κ.τ.λ. ),που προσπαθούσαν να κρατήσουν το νησί στην κατοχή τους. Ο τόπος, γνώρισε μέρες πόνου και οδύνης και μέρες μεγαλείου και πατριωτικής έξαρσης. Η βρύση και τα βαθύσκιωτα πλατάνια της, γινόταν το σημείο συγκέντρωσης των καπεταναίων, που συνεδρίαζαν για να πάρουν τις μεγάλες και κρίσιμες αποφάσεις για συνέχιση του αγώνα ή κατάθεση των όπλων. Ο πολύχρονος αγώνας, ανέδειξε δύο σπουδαίους άντρες. Ο ένας ήταν ο Γεώργιος Παπαδάκης ή Ξέπαπας (επειδή πέταξε τα ράσα) που ηγήθηκε των επαναστατών στην εθνεγερσία του 1821 και σκοτώθηκε στη Γραμβούσα το 1823. Ο ιστορικός Ψιλάκης, μιλεί με θαυμασμό για τα έργα και τις ημέρες του ονομαστού αυτού άντρα, που διορίστηκε φροντιστής οικονομίας στην Προσωρινή διοίκηση Κρήτης και δεν ήταν μόνο ένας από τους πρωτεργάτες της επανάστασης, αλλά ένας ενάρετος, ανδρείος και αφοσιωμένος αγωνιστής. Ο γιος του Ιωάννης έγινε πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ γαμπροί έγιναν ο ονομαστός πατριώτης Εμμανουήλ Αντωνιάδης και ο υποστράτηγος Φώτιος Αγγελίδης. Ο άλλος ήταν ο Αναγνώστης Μιχελιουδάκης, που διακρίθηκε στο ξεσηκωμό του 1866 και διετέλεσε πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Φρε, το 1906-1911. Μετά την απελευθέρωση και την ένταξη στον εθνικό κορμό, ο Τζιτζιφές πρόσφερε αρκετά παλικάρια στους αγώνες του έθνους μας. Η σημερινή εικόνα του χωριού, δεν είναι ιδιαίτερα ευοίωνη. Η μετανάστευση είναι η μεγάλη πληγή του χωριού, που προσπαθεί να επιβιώσει με λίγο λάδι, κρασί , χαρούπια και άφθονα κτηνοτροφικά προϊόντα. Ενδεικτικό είναι το γεγονός, ότι στο χωριό λειτουργούν 3 τυροκομεία και τρεις ταβέρνες . Αξιοσημείωτο είναι ακόμη το γεγονός ότι στο παρελθόν ο Τζιτζιφές, ήταν φημισμένος για την παραγωγή καραμπασιού (δαφνέλαιου), που χρησιμοποιούνταν για θεραπευτικούς σκοπούς. Όσον αφορά την αγάπη των αποδήμων για τον τόπο της, αυτή είναι δεδομένη και εκφράζεται με πολλούς τρόπους ( επισκέψεις στις γιορτές και τα καλοκαίρια, έργα ανάπλασης και καλλωπισμού στο χωριό ).
- Ιστορία
-
Ιστορία
ΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ-ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ
Για τα χρόνια της Ενετοκρατίας, δεν έχομε καμιά γραπτή μαρτυρία για τα γεγονότα που διαδραματίζονταν στο χωριό. Στην απογραφή του 1583 ο Φρες έχει 30 προνομιούχους, πράγμα που σημαίνει ότι ανθούσε εκείνη την εποχή. Ακόμη η επιλογή του χωριού για την ίδρυση της σχολής των Φρέρηδων, δείχνει τη σημασία που είχε ο τόπος για τους Ενετούς. Απόλυτο σκοτάδι καλύπτει την πρώτη Τούρκικη περίοδο 1645-1770 αφού δεν διασώζονται, ούτε γραπτές, ούτε προφορικές μαρτυρίες. Στην επανάσταση του Δασκαλογιάννη, οι κάτοικοι του συνοικισμού Κοτσοβίτσα που ζούσαν σε μια μικρή πεδινή έκταση πάνω από το χωριό και υπολογίζονται σε 50-60 άτομα, βοήθησαν τους επαναστάτες ή συμμετείχαν στο κίνημα. Μετά την παράδοση του Δασκαλογιάννη, οι Τούρκοι επέπεσαν στους αβοήθητους χωριάτες της Κοτσοβίτσας και τους αφάνισαν, καίγοντας την περιουσία και πυρπολώντας τα σπίτια τους. Από τους κατοίκους του μικρού οικισμού δεν γλίτωσε κανείς, αφού άλλοι σφάχτηκαν και άλλοι κάηκαν ζωντανοί στο μικρό σπήλαιο, όπου είχαν καταφύγει. Ακολούθησαν χρόνια σιωπής και πικρής σκλαβιάς, που σημαδεύτηκαν από τη σφαγή αγνώστου αριθμού Φρεδιανών στις Aσπρες συκιές των Αρμένων, ενώ περίμεναν να αλέσουν τα γεννήματα τους. Ακολούθησε το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821,στη διάρκεια της οποίας το χωριό θρήνησε αρκετά θύματα στον άπελπι αγώνα για τη λευτεριά. Στη βραχύβια επανάσταση του Χαιρέτη το 1841, ο Φρες ήταν και πάλι μπροστάρης στον αγώνα, όπως μας λέει η λαϊκή μούσα με το παρακάτω δίστιχο, που αναφέρεται στο Χαιρέτη : « Στου Φρε τον κατεβάσανε στου Σύμβουλου το σπίτι κι εφημερίδες έκαμαν κι΄ εγέμισεν η Κρήτη». Η πρώτη μπαλωτιά της τρίχρονης επανάστασης του 1866, έπεσε στο χωριό, όταν ο Νικόλας Τζιτζικαλάκης, σκότωσε τον αιμοβόρο Χατζή-Χουσείν των Πεμονίων, που είχε σφάξει αναίτια τον παππού του στις Άσπρες συκιές. Στη διάρκεια των συγκρούσεων ο Φρες ήταν ένα διαρκές πεδίο συγκρούσεων, αφού δέσποζε στο λεκανοπέδιο του Αποκόρωνα. Οι ζημιές σε έμψυχο και άψυχο υλικό ήταν τεράστιες, ενώ πολλοί Φρεδιανοί ξενιτεύτηκαν για να αποφύγουν την εκδίκηση του δυνάστη. Στην επανάσταση του 1878, ο Φρες ήταν και πάλι στις επάλξεις. Η εκκλησία της Ευαγγελίστριας και το δημοτικό σχολείο φιλοξένησαν τις εργασίες της επαναστατικής συνέλευσης για πάνω από δύο μήνες και οι Φρεδιανοί προσέφεραν ότι είχαν και δεν είχαν, για να στηρίξουν τον αγώνα. Στην τελευταία τρίχρονη επανάσταση των ετών 1895-1897, οι Φρεδιανοί έκαναν και πάλι το χρέος τους και θρήνησαν αρκετά θύματα. Ακόμη προσέφεραν και στήριξαν υλικά τις εργασίες της Μεταπολιτευτικής επιτροπής, όταν αυτή συνεδρίαζε στο χωριό. Όμως όλα αυτά ξεχάστηκαν, αφού σε λίγο ανέτειλε επιτέλους ο ήλιος της λευτεριάς στο πολύπαθο νησί μας. Δεν πέρασαν πολλά χρόνια και στο προσκλητήριο του 1912, οι Φρεδιανοί ανεξαρτήτως ηλικίας και οικογενειακής κατάστασης έτρεξαν εθελοντικά στα βουνά της Ηπείρου και της Μακεδονίας, για να λευτερώσουν τους σκλαβωμένους αδελφούς τους. Πάνω από 30 άντρες άφησαν τις οικογένειες τους και προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, στον ωραίο αγώνα. Τέσσερις από αυτούς έμειναν για πάντα εκεί, δίνοντας μας με τη θυσία τους ένα αξεπέραστο παράδειγμα για μίμηση. Μετά την ένωση με την Ελλάδα το 1913, ακολούθησε την πορεία της Ελληνικής Δημοκρατίας και πρόσφερε αρκετά τέκνα του στους αγώνες για την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της Πατρίδα μας, τόσο στη Μικρά Ασία το 1922, όσο και στα βουνά της Αλβανίας το 1940.